- κηλιδωτός
- -ή, -ό (Α κηλιδωτός, -ή, -ον)[κηλίς]γεμάτος κηλίδες, λερωμένος, λεκιασμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηλιδωτόν — κηλιδωτός stained masc acc sg κηλιδωτός stained neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek